- αλιτρόνους
- ἀλιτρόνους, -ουν (AM)αυτός που έχει αμαρτωλό φρόνημα, που κάνει ανόσιες σκέψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτρός + νοῦς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ … Dictionary of Greek